- κοινοβουλευτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινοβούλιο: Γίνεται κοινοβουλευτικός έλεγχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοινοβουλευτικός — ή, ό (Α κοινοβουλευτικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κοινοβούλιο ή στον κοινοβουλευτισμό («κοινοβουλευτική σύνοδος») 2. εκείνος πού γίνεται σύμφωνα με τις διαδικασίες τού κοινοβουλίου και με τις αρχές τού… … Dictionary of Greek
κοινοβουλευτικόν — κοινοβουλευτικός deliberative masc acc sg κοινοβουλευτικός deliberative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), από το 1979. Αποτελείται από 626 μέλη που κατανέμονται σύμφωνα με τη συνθήκη: Γερμανία 93, Γαλλία 87, Ιταλία 87, Μεγάλη Βρετανία 87, Ισπανία 64, Ολλανδία 31, Βέλγιο 25, Ελλάδα … Dictionary of Greek
κοινοβουλευτισμός — Θεμελιώδης αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι η προεδρευομένη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Κατά το Σύνταγμα θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία. Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό, υπάρχουν υπέρ του… … Dictionary of Greek
αντικοινοβουλευτικός — ή, ό 1. αντίθετος προς το κοινοβούλιο ή το κοινοβουλευτικό πολίτευμα 2. απροσάρμοστος προς τον τρόπο λειτουργίας της βουλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κοινοβουλευτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θεόδωρο Φλογαΐτη] … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
Αλευράς, Γιάννης — (Μεσσήνη 1912 – 1995). Πολιτικός. Από πολύ νέος ασχολήθηκε με την πολιτική. Προερχόταν από τις γραμμές του κεντροαριστερού χώρου και του συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1935, στη διάρκεια του κινήματος του Πλαστήρα και του Ελευθέριου Βενιζέλου,… … Dictionary of Greek
Βαρβιτσιώτης, Ιωάννης — (Αθήνα 1933 –). Πολιτικός. Σπούδασε στη Νομική Σχολή της Αθήνας και στο πανεπιστήμιο του Φράϊμπουργκ και το 1960 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Πολιτικός με πλούσια δραστηριότητα, εξελέγη βουλευτής της ΕΡΕ στις διαδοχικές εκλογές του 1961, του… … Dictionary of Greek
Γεννηματάς, Γεώργιος — (Αθήνα 1939 – 1994). Πολιτικός. Ήταν γιος του Θεόδωρου Γεννηματά, νομικού και οικονομολόγου από τη μεσσηνιακή Μάνη. Ακολούθησε σπουδές μηχανικού στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Άρχισε να δραστηριοποιείται πολιτικά το 1958 από τη νεολαία του… … Dictionary of Greek
Γούναρης, Δημήτριος — (Πάτρα 1867 – Αθήνα 1922).Πολιτικός. Συμπρωταγωνίστησε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην ταραγμένη και δραματική για την Ελλάδα περίοδο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και στη Μικρασιατική καταστροφή. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στη Γερμανία … Dictionary of Greek